- σκηπάνη
- σκηπάνηstafffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηπάνη — ἡ, Α 1. βακτηρία, μπαστούνι 2. σκήπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκηπ τού σκήπτω «ακουμπώ, στηρίζω» + επίθημα άνη (πρβλ. σκαπ άνη)] … Dictionary of Greek
σκηπάνι — το / σκηπάνιον, ΝΑ, και δωρ. τ. σκαπάνιον Α [σκηπάνη] νεοελλ. ξύλινο σφυρί που χρησιμοποιείται για την κατακύρωση σε δημοπρασίες αρχ. υποκορ. τού σκηπάνη … Dictionary of Greek
σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… … Dictionary of Greek
(s)kē̆ p-2, (s)kō̆ p- and (s)kā̆ p-; (s)kē̆ b(h)-, skob(h)- and skā̆ b(h)- — (s)kē̆ p 2, (s)kō̆ p and (s)kā̆ p ; (s)kē̆ b(h) , skob(h) and skā̆ b(h) English meaning: to work with a sharp instrument Deutsche Übersetzung: “with scharfem Werkzeug schneiden, spalten” Material: A. Forms in b: (there are listed… … Proto-Indo-European etymological dictionary